- ἐκκεκαρμένος
- ἐκ-κείρωkṛṇā´tiperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυθιστί — Α επίρρ. 1. κατά τον τρόπο τών Σκυθών («Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος», Σοφ.) 2. στη σκυθική γλώσσα («καὶ ὀνομάζομεν αὐτοὺς σκυθιστὶ Ἀριμασπούς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. λατινισ τί)] … Dictionary of Greek